- κτεάτειρα
- κτεάτειρα, ἡ (Α)η κάτοχος («νύξ φιλία, μεγάλων κόσμων κτεάτειρα» — αγαπημένη νύχτα, που κατέχεις μεγάλα στολίσματα, Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτεά-τειρα, αντί τών *κτήτειρα, *κτήτρια (< κτήτωρ), σχηματίστηκε με την επίδραση τού τ. κτέατα].
Dictionary of Greek. 2013.